Αρχική

Άκου, φίλε, τι είναι το ποδόσφαιρο

Δώστε μας μια αλάνα και μια μπάλα και αφήστε μας εκεί μέχρι το ξημέρωμα. Αφήστε μας να αγωνιούμε μέχρι το 93’ και μην νοιάζεστε. Θα είμαστε ευτυχισμένοι. Ο Βασίλης Μοιρώτσος γράφει στο rebuke.gr για όλα εκείνα τα συναισθήματα που του προκάλεσε ο τελικός του Τσάμπιονς
Κάθεσαι και βλέπεις με τα φιλαράκια σου τον τελικό του Τσάμπιονς Λιγκ. Αντροπαρέα.


 Αυστηρά. Χαμένοι ανάμεσα σε πίτσες, σουβλάκια, μπύρες και αναψυκτικά. Με τις κουβέντες να αφορούν μόνο το ποδόσφαιρο. Με τα μάτια να μην ξεκολλούν από την οθόνη – η οποία επιβάλλεται να είναι μεγάλη και σε HD – και όταν θες να μιλήσεις στον διπλανό σου να το κάνεις κοιτώντας την τηλεόραση και όχι εκείνον στα μάτια. Μην φοβάσαι, δεν παρεξηγεί, αφού κι εκείνος δεν σε κοιτάζει. Με χαβαλέ. Με μπινελίκι. Με τις ίδιες ατάκες να επαναλαμβάνονται κάθε πεντάλεπτο, αλλά κανείς να μην γκρινιάζει, αφού όλοι συμφωνούν για τον Κριστιάνο «που δεν κάνει καλό ματς», για τον «καραγκιόζη τον Μπέιλ των 100 εκ. και των δύο χαμένων τετ α τετ» και για τον «τρελό Σιμεόνε, που θα τους το πάρει κι αυτό».
Μέχρι που το ματς φτάνει στο 90’. Ο ένας έχει παίξει στο live να μπει άλλο ένα γκολ, ο άλλος τρώει τα νύχια του από την αγωνία για το δέκατο της Ρεάλ κι ο τρίτος φωνάζει «έληξε», όχι επειδή είναι Ατλέτικο, αλλά Μπαρτσελόνα. Την ώρα που εσύ σκέφτεσαι τι άλλο να γράψεις γι’ αυτό το θαύμα της Ατλέτικο; Εχουν γραφτεί όλα. Κι εκεί που απελπίζεσαι, έρχεται η κεφαλιά του Ράμος, που ισοφαρίζει στο 93’. Ο  πρώτος πανηγυρίζει γιατί κέρδισε λεφτά. Ο δεύτερος γιατί η Ρεάλ διεκδικεί και πάλι το δέκατο. Ο τρίτος δεν πανηγυρίζει. Εσύ ανακουφίζεσαι και σκέφτεσαι: αυτό είναι το ποδόσφαιρο φίλε. Αυτό και πολλά ακόμα.
Το ποδόσφαιρο είναι η παρέα των ανδρών που θα κάτσουν και θα πουν χίλιες και μία μαλακίες, διασκεδάζοντας μ’ αυτές και αδιαφορώντας για το ότι δεν θα ακουστούν γοητευτικές σχεδόν σε καμία γυναίκα στον πλανήτη.
Το ποδόσφαιρο είναι να κρατάει η Ατλέτικο σφιχτά το Τσάμπιονς Λιγκ μέχρι το 93’ και να το χάνει με διασυρμό στα επόμενα 30 λεπτά.
Ποδόσφαιρο είναι οι μπύρες που θα πάνε να πιουν όλοι αυτοί που έβλεπαν τον τελικό στο κοντινό μπαρ στη 1 τη νύχτα και θα συζητούν για άλλες δύο ώρες αυτό που έβλεπαν τις δύο προηγούμενες.
Ποδόσφαιρο είναι η ίδια ευτυχία του άνεργου με τον μεγαλοδικηγόρο τη στιγμή που βάζει γκολ η ομάδα. Το ίδιο δάκρυ του υπαλλήλου που πήρε προαγωγή με εκείνου που μόλις απολύθηκε, επειδή η ομάδα έχασε στον τελικό. Η ίδια κόρνα του ταξιτζή με τον τύπο που οδηγεί μια πανάκριβη μερσεντές, την ώρα που άκουσαν στο ραδιόφωνο τον γκολτζή τους να το «παστελώνει».
Ποδόσφαιρο είναι να βρίζεις τους ζάμπλουτους, αλλά να έχεις είδωλο μερικούς απ’ αυτούς και να τους αποθεώνεις με σφιγμένες γροθιές.
Ποδόσφαιρο είναι το «ωωω» σε μια μαγική ντρίπλα. Ένα «ωωω» που μπορεί να ακουστεί ταυτόχρονα σε: ένα καφενείο που υπάρχουν άτομα άνω των εξήντα, μια καφετέρια με έφηβους, ένα μπιλιαρδάδικο  με τύπους που έχουν πολλά τατουάζ, μια βεράντα που έχει μαζευτεί η οικογένεια, ένα σπίτι στην Κρήτη και ένα στη Θράκη.
Ποδόσφαιρο είναι το χέρι του πατέρα σου, που το κρατούσες σφιχτά και σε πήγαινε για να περάσεις μέσα στη θύρα και να δεις το χορτάρι. Είναι η ατάκα «παίρνω τη μπάλα μου και φεύγω», όταν ήμασταν μικροί και παίζαμε στις αλάνες. Ποδόσφαιρο είναι η φωνή της μάνας λίγο πριν τις πανελλήνιες: «Πάλι αθλητική εφημερίδα διαβάζεις; Ανοιξε και κανένα βιβλίο».
Ποδόσφαιρο είναι ο χαζομπαμπάς, που ξέρει ότι περιμένει αγοράκι και όταν αυτό κλωτσάει την κοιλιά εκείνος χαζογελάει και λέει πως ο γιόκας του θα γίνει ο νέος Ζιντάν.
Ποδόσφαιρο είναι να βλέπεις στιγμιότυπα ασπρόμαυρα από εποχές που δεν πρόλαβες να ζήσεις και να σου εξηγεί ο μπαμπάς γιατί είσαι άτυχος που δεν πρόλαβες την τριάδα «Ζάετς – Σαραβάκου – Ρότσα».
Ποδόσφαιρο είναι το γκολ του  Ράμος στο 93’, η ανατροπή της Μάντσεστερ στις καθυστερήσεις, το κλάμα πόνου των οπαδών της Μπενφίκα για τα χαμένα τρόπαια και το κλάμα χαράς των Ελλήνων στην κεφαλιά του Χαριστέα.
«Αντε ρε μαλάκα αργείς; Οι άλλοι έχουν φτάσει στα 5Χ5 και μας περιμένουν. Αρχίζουμε σε 20 λεπτά»… Αυτό είναι ποδόσφαιρο. Μια αλάνα, δέκα άτομα και μια μπάλα. Κι αφήστε μας εκεί μέχρι να ξημερώσει…
Βασίλης Μοιρώτσος γράφει στο rebuke.gr